Το ξήλωμα της ασφάλτου και των πλακών αποκάλυψε το κρυμμένο χώμα της πόλης και του θύμισε την βροχή.
Εκείνη η περίεργη κατάσταση όπου το περισσότερο χώμα καλύπτεται και μικρά τετραγωνάκια αφήνουν μετρημένα δέντρα να ριζώσουν αντιστράφηκε: το χώμα ήταν παντού εκτός από τους δρόμους και τα μεγαλύτερα μονοπάτια –που για την ευκολία των ποδηλάτων και των αμαξιδίων είχαν επιλέξει να τα στρώσουν με τις πλάκες των παλιών πεζοδρομίων.
Οι υδροφόροι ορίζοντες άρχισαν να ξαναγεμίζουν. Παλιά πηγάδια ξαναγέμισαν, και άνοιξαν νέα. Τα ρέματα και τα ποτάμια της πόλης απέκτησαν ξανά ροή.
Ήδη από την περίοδο των ταραχών, όταν σε μία απεγνωσμένη κίνηση ο στρατός είχε ανατινάξει τους αγωγούς υδροδότησης της πόλης, αναγκάστηκαν να θέσουν σε εφαρμογή τα πλάνα μίας «μυστικής επιτροπής για την απελευθέρωση του νερού και της δίψας», και δύο άλλων ανώνυμων ομάδων. Τα πλάνα αυτά περιελάμβαναν παλιούς υδρολογικούς χάρτες και ενδείξεις για τους δρόμους που έκρυβαν από κάτω τους τις μεγαλύτερες κοίτες.* Κι έτσι έγινε. Οι κοίτες ξανανοίχτηκαν και χτίστηκαν γέφυρες για να ενώνονται οι όχθες.
Τα ποτάμια και τα ρέματα που είχαν μετατραπεί σε υπονόμους σιγά σιγά αποκαταστάθηκαν και επέστρεψαν σε αυτά οι καλαμιές, οι γρύλοι και τα βατράχια. Και τα πλατάνια των φιδίσιων δρόμων ξαναβρήκαν, μετά από έναν αιώνα και, την θαλπωρή του ανεμπόδιστου κελαρύσματος του νερού.