12 – χώμα και νερό

Το ξήλωμα της ασφάλτου και των πλακών αποκάλυψε το κρυμμένο χώμα της πόλης και του θύμισε την βροχή.

Εκείνη η περίεργη κατάσταση όπου το περισσότερο χώμα καλύπτεται και μικρά τετραγωνάκια αφήνουν μετρημένα δέντρα να ριζώσουν αντιστράφηκε: το χώμα ήταν παντού εκτός από τους δρόμους και τα μεγαλύτερα μονοπάτια –που για την ευκολία των ποδηλάτων και των αμαξιδίων είχαν επιλέξει να τα στρώσουν με τις πλάκες των παλιών πεζοδρομίων.

Οι υδροφόροι ορίζοντες άρχισαν να ξαναγεμίζουν. Παλιά πηγάδια ξαναγέμισαν, και άνοιξαν νέα. Τα ρέματα και τα ποτάμια της πόλης απέκτησαν ξανά ροή.

Ήδη από την περίοδο των ταραχών, όταν σε μία απεγνωσμένη κίνηση ο στρατός είχε ανατινάξει τους αγωγούς υδροδότησης της πόλης, αναγκάστηκαν να θέσουν σε εφαρμογή τα πλάνα μίας «μυστικής επιτροπής για την απελευθέρωση του νερού και της δίψας», και δύο άλλων ανώνυμων ομάδων. Τα πλάνα αυτά περιελάμβαναν παλιούς υδρολογικούς χάρτες και ενδείξεις για τους δρόμους που έκρυβαν από κάτω τους τις μεγαλύτερες κοίτες.* Κι έτσι έγινε. Οι κοίτες ξανανοίχτηκαν και χτίστηκαν γέφυρες για να ενώνονται οι όχθες.

Τα ποτάμια και τα ρέματα που είχαν μετατραπεί σε υπονόμους σιγά σιγά αποκαταστάθηκαν και επέστρεψαν σε αυτά οι καλαμιές, οι γρύλοι και τα βατράχια. Και τα πλατάνια των φιδίσιων δρόμων ξαναβρήκαν, μετά από έναν αιώνα και, την θαλπωρή του ανεμπόδιστου κελαρύσματος του νερού.


* https://geomythiki.blogspot.com/

9

Το αραίωμα των κτιρίων της πόλης ήταν κεντρικό ζήτημα σε πολλές συνελεύσεις για μια μεγάλη περίοδο. Υπήρχε η αίσθηση ότι η δόμηση της πόλης δεν είναι σωστή – πως αντικατοπτρίζει τις ανάγκες και τους τρόπους ενός κόσμου κυριαρχίας και καταστροφής: Κτίρια καυτά το καλοκαίρι και κρύα τον χειμώνα, που απαιτούσαν εργοστάσια ενέργειας κάπου αλλού και εξορύξεις κάπου παραπέρα ‘ οικοδομικά τετράγωνα χαραγμένα στους κανόνες μίας αστυνομευτικής πολεοδομίας.

Το να κατεδαφιστούν όλα και να ξαναρχίσουν από την αρχή δεν το πήραν ποτέ στα σοβαρά, ακόμα και εκείνα που κάποτε, πριν τις ταραχές, το ‘λεγαν. Δεν γίνεται να ξαναρχίσεις από την αρχή. Αυτό που προσπαθούσαν, ήταν να συνεχίσουν από ένα τέλος.

Κάθε κατεδάφιση αντιμετωπιζόταν σαν κάτι με πολύ μεγάλο κόστος. Πολύ δουλειά για να γκρεμιστεί κάτι που ήδη είναι χτισμένο, να ξεκαθαριστούν και να σωθούν τα χρήσιμα υλικά, να βρεθεί λύση για όσα δεν μπορούν να σωθούν και να καθαριστούν τα μπάζα. Υπήρχε μία άρνηση για τέτοιες σπατάλες.

Ωστόσο υπήρχε και η επιθυμία για την αραίωση των κτιρίων, για την δημιουργία περισσότερων κήπων και οπωρώνων, και για την πρόσκληση περισσότερης αγριάδας να αναπτυχθεί. Μετά από εξαντλητικές κουβέντες η κάθε κατεδάφιση γινόταν σαν γιορτή. Όχι με την θεαματική δύναμη της μπουλντόζας και των εκρηκτικών, αν και υπήρχαν κιαυτά. Συνήθως η κατεδάφιση έμοιαζε περισσότερο με την καταβρόχθιση ενός πτώματος από μία αποικία μυρμηγκιών. Aπό κάτω μέχρι πάνω και από μέσα προς τα έξω, η οργάνωση της επαναχρησιμοποίησης των υλικών ήταν μια εργασία με σκοπό την ελαχιστοποίηση του μόχθου, και γινόταν, αργά και τεμπέλικα, παράλληλα με ποτό, τσιμπολόγημα, κουβέντες και μουσική.

8

Αρκετός κόσμος εγκατέλειψε την πόλη για τα περίχωρα. Όταν πρωτοέφευγαν, τους έγινε κριτική ότι αναπαράγουν την λογική του μικροαστικού προαστίου, και πως θα απλώσουν την αστικοποίηση και το τσιμέντο. Αλλά δεν έχτισαν με τον ίδιο τρόπο, και με πολλούς τρόπους βάλθηκαν να γκρεμίσουν στοιχεία του παλιού μητροπολιτικού ιστού – τα φράκταλ διοικητικών κέντρων και παραγωγικών περιφερειών. Το εγχείρημά τους ήταν παράλληλο με τις διάφορες προσπάθειες επανοικειοποίησης και επανακαθορισμού των πυκνοκατοικημένων περιοχών της πόλης. Είχαν να τα βάλουν με τους τρόπους που η λογική της ιδιοκτησίας και της επιτήρησης αποτυπωνόταν στην δόμηση και την χρήση του χώρου. Οι περιοχές που κατοικήθηκαν έτσι δεν ήταν ούτε αστικές, ούτε αγροτικές με την παλιά έννοια. Ήταν μία νέα -ή και με κάποιους τρόπους πολύ παλιά- μορφή αραιής κατοίκησης.

Η αγροτική “περιφέρεια” ήταν από παλιά πρακτικά προσανατολισμένη στην πρωταρχική συσσώρευση – την εξαγωγή αξίας από τα ζώα και την γη. Η επιθυμία τους δεν ήταν μία πιο συλλογική διαχείριση αυτής της διαδικασίας. Πήγαν εκεί αναζητώντας μία σχέση με το χώμα, με τα φυτά και τα ζώα που δεν είναι πως δεν υπήρχε στην πόλη, αλλά δεν τους έφτανε. Όπως και στην πόλη, η κίνηση ήταν προς των πολλαπλασιασμό της ελεύθερης έκφρασης διαφορετικών μορφών ζωής. Η μόνη διαφορά ήταν πως στον (πρώην) αγρό είχαν να δουλέψουν με περισσότερο ουρανό και χώμα, λιγότερο τσιμέντο, και λιγότερη μόλυνση.

Τα σπίτια σε εκείνες τις περιοχές ίσα-ίσα που φαίνονταν, και μόνο αν τα πλησίαζες. Ήταν μισοθαμμένα στο έδαφος, και οι σκεπές τους είχαν 10 πόντους χώμα όπου φύτρωναν αγριόχορτα. Τα όρια των κήπων με την τριγύρω αγριάδα δεν ήταν αισθητά στο μάτι, ούτε και τα τηρούσαν μέσα από καθημερινές πρακτικές. Τα “άγρια” φύτρωναν και συλλέγονταν συχνά κοντά στις κατοικίες. Τα “ήμερα” σπέρνονταν τακτικά μακρυά από τα μποστάνια. Ήταν συνήθεια να περπατάς με ένα σωρό σπόρους στην τσέπη και να τους αφήνεις από εδώ και από εκεί αδιακρίτως. Αντίστοιχα ήταν συνήθεια και να μαζεύεις κάτι και να τρως επί τόπου, όπου κι αν βρισκόσουν, ό,τι κι αν έκανες.

Ο σιδηρόδρομος, αν και αραίωσε, δεν σταμάτησε ποτέ. Ερχόταν κόσμος για μαζέψει φρούτα ή να πάρει σπόρους για τους κήπους του κέντρου. Πήγαινε κόσμος στις μεγάλες συνελεύσεις. Πηγαινοερχόταν κόσμος για τις γιορτές και τα φεστιβάλ.

4

Οι ταράτσες, ειδικά εκείνες που κοιτούν ανεμπόδιστα τον νότο, έγιναν κήποι, μπήκαν φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμογεννήτριες, γινόταν συλλογή βρόχινου νερού και κομποστοποίηση. Η διαχείριση ήταν κοινή, περίπου ανά οικοδομικό τετράγωνο, αλλά όχι από κάποιον κανόνα – η πρόσβαση στους χώρους και στις συνελεύσεις, άλλωστε, ήταν ανοιχτή.

Τα ρετιρέ που κοιτάνε προς νότο και λούζονται ήλιο ήταν συλλογικοποιημένοι χώροι της πολυκατοικίας. Τα μπαλκόνια τους ήταν χωράφια, και τα διαμερίσματα κοινοί χώροι: αποθήκες εργαλείων κηπουρικής, ίσως κάποιο κοινόχρηστο σαλόνι/κουζίνα με μπόλικο φως.
Τα υπόλοιπα ρετιρέ, τα υπόγεια, τα ισόγεια και κάποιες φορές οι πρώτοι όροφοι έγιναν συλλογικοποιημένοι κοινόχρηστοι χώροι: εργαστήρια, αποθήκες-καταστήματα, και δωμάτια επισκεπτών.

Η πόλη σίγουρα δεν εγκαταλείφθηκε. Ούτε γκρεμίστηκε. Δεν θα ήταν πρακτικό καν να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις και να διαχειριστείς τόσα πολλά μπάζα, και να ξεχωρίσεις και να μεταφέρεις τα αντικείμενα που μπορεί να ήθελε κάποιο να σώσει. Πολλά κτήρια υπήρξε συμφωνία να γκρεμιστούν, αλλά όχι ολόκληρη η πόλη. Η επανάσταση δεν την εξαφάνισε για να πάρουν την θέση της μόνο “μικρές κοινότητες”.

3

Γρήγορα οι εξώπορτες των πολυκατοικιών και οι πόρτες που βγάζουν στις ταράτσες αφαιρέθηκαν. Τα τοιχάκια ανάμεσα στις ταράτσες και τους ακάλυπτους γκρεμίστηκαν. Το ίδιο και πολλές μεσοτοιχίες, ενώνοντας κτήρια και δημιουργώντας εσωτερικούς διαδρόμους που καμιά φορά συνεχίζονταν με γέφυρες, συνδέοντας κτήρια διαφορετικών τετραγώνων. Έτσι τα παράλληλα επίπεδα της κάθετης διαστρωμάτωσης της πόλης – οι όροφοι των πολυκατοικιών – έπαψαν να είναι ξεχωριστές νησίδες, και οι χώροι έξω από τις πόρτες των διαμερισμάτων απέκτησαν μία κοινωνικότητα και κινητικότητα που δεν άνηκε τελείως ούτε στο “δημόσιο” αλλά ούτε και στο “ιδιωτικό”. Ήταν μία καταστροφική δημιουργία που αποτύπωνε αρχιτεκτονικά μία παρέμβαση στην αντίληψη του χώρου: αν το “ιδιωτικό” και το “δημόσιο” είχαν κάποιο νόημα, τότε το είχαν όχι ως δύο ξεχωριστές σφαίρες, αλλά ως άκρα ενός φάσματος.

Με εξαίρεση λίγους κεντρικούς δρόμους και παραδρόμους, η άσφαλτος ξηλώθηκε και ελευθερώθηκε η γη.

Σε κάποιες γειτονιές γκρεμίσανε τελείως τους τοίχους των ισογείων. Οι πολυκατοικίες εκεί πατούσαν μόνο στις κολώνες τους. Οι πρώην δρόμοι ενώθηκαν με τους ακάλυπτους. Μπορούσες πλέον να διασχίσεις το καρέ του χάρτη με χίλιους τρόπους. Στον ήλιο των δρόμων όμως, επικρατούσαν τα φυτά, και στην σκιά κάτω από τις πολυκατοικίες χαραζόταν το μεγαλύτερο μήκος των μονοπατιών.

Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε σαν μία προσπάθεια αποφυγής της επιτήρησης από τον καιρό των ταραχών, αλλά αργότερα συνεχίστηκε από γούστο. Ακυρώνοντας τον παλιό χάρτη, και κάνοντας οποιαδήποτε νέα χαρτογράφηση αδιανόητη, ήταν μία πρακτική σχέση με τον χώρο που συμπεριλάμβανε σαν ιδανικό την αντίθεση στην επιτήρηση. Ήταν και ένα παιχνίδι στον χώρο που συνδύαζε το συμβολικό “γκρέμισμα των τειχών” με την δημιουργία δυνατοτήτων χρήσης του χώρου που ταίριαζε στις επιθυμητές κοινωνικές σχέσεις.


“Your map a declaration, a trap, a war.” – Sean Bonney – Our Death (2019)