Αρκετός κόσμος εγκατέλειψε την πόλη για τα περίχωρα. Όταν πρωτοέφευγαν, τους έγινε κριτική ότι αναπαράγουν την λογική του μικροαστικού προαστίου, και πως θα απλώσουν την αστικοποίηση και το τσιμέντο. Αλλά δεν έχτισαν με τον ίδιο τρόπο, και με πολλούς τρόπους βάλθηκαν να γκρεμίσουν στοιχεία του παλιού μητροπολιτικού ιστού – τα φράκταλ διοικητικών κέντρων και παραγωγικών περιφερειών. Το εγχείρημά τους ήταν παράλληλο με τις διάφορες προσπάθειες επανοικειοποίησης και επανακαθορισμού των πυκνοκατοικημένων περιοχών της πόλης. Είχαν να τα βάλουν με τους τρόπους που η λογική της ιδιοκτησίας και της επιτήρησης αποτυπωνόταν στην δόμηση και την χρήση του χώρου. Οι περιοχές που κατοικήθηκαν έτσι δεν ήταν ούτε αστικές, ούτε αγροτικές με την παλιά έννοια. Ήταν μία νέα -ή και με κάποιους τρόπους πολύ παλιά- μορφή αραιής κατοίκησης.
Η αγροτική “περιφέρεια” ήταν από παλιά πρακτικά προσανατολισμένη στην πρωταρχική συσσώρευση – την εξαγωγή αξίας από τα ζώα και την γη. Η επιθυμία τους δεν ήταν μία πιο συλλογική διαχείριση αυτής της διαδικασίας. Πήγαν εκεί αναζητώντας μία σχέση με το χώμα, με τα φυτά και τα ζώα που δεν είναι πως δεν υπήρχε στην πόλη, αλλά δεν τους έφτανε. Όπως και στην πόλη, η κίνηση ήταν προς των πολλαπλασιασμό της ελεύθερης έκφρασης διαφορετικών μορφών ζωής. Η μόνη διαφορά ήταν πως στον (πρώην) αγρό είχαν να δουλέψουν με περισσότερο ουρανό και χώμα, λιγότερο τσιμέντο, και λιγότερη μόλυνση.
Τα σπίτια σε εκείνες τις περιοχές ίσα-ίσα που φαίνονταν, και μόνο αν τα πλησίαζες. Ήταν μισοθαμμένα στο έδαφος, και οι σκεπές τους είχαν 10 πόντους χώμα όπου φύτρωναν αγριόχορτα. Τα όρια των κήπων με την τριγύρω αγριάδα δεν ήταν αισθητά στο μάτι, ούτε και τα τηρούσαν μέσα από καθημερινές πρακτικές. Τα “άγρια” φύτρωναν και συλλέγονταν συχνά κοντά στις κατοικίες. Τα “ήμερα” σπέρνονταν τακτικά μακρυά από τα μποστάνια. Ήταν συνήθεια να περπατάς με ένα σωρό σπόρους στην τσέπη και να τους αφήνεις από εδώ και από εκεί αδιακρίτως. Αντίστοιχα ήταν συνήθεια και να μαζεύεις κάτι και να τρως επί τόπου, όπου κι αν βρισκόσουν, ό,τι κι αν έκανες.
Ο σιδηρόδρομος, αν και αραίωσε, δεν σταμάτησε ποτέ. Ερχόταν κόσμος για μαζέψει φρούτα ή να πάρει σπόρους για τους κήπους του κέντρου. Πήγαινε κόσμος στις μεγάλες συνελεύσεις. Πηγαινοερχόταν κόσμος για τις γιορτές και τα φεστιβάλ.