8

Αρκετός κόσμος εγκατέλειψε την πόλη για τα περίχωρα. Όταν πρωτοέφευγαν, τους έγινε κριτική ότι αναπαράγουν την λογική του μικροαστικού προαστίου, και πως θα απλώσουν την αστικοποίηση και το τσιμέντο. Αλλά δεν έχτισαν με τον ίδιο τρόπο, και με πολλούς τρόπους βάλθηκαν να γκρεμίσουν στοιχεία του παλιού μητροπολιτικού ιστού – τα φράκταλ διοικητικών κέντρων και παραγωγικών περιφερειών. Το εγχείρημά τους ήταν παράλληλο με τις διάφορες προσπάθειες επανοικειοποίησης και επανακαθορισμού των πυκνοκατοικημένων περιοχών της πόλης. Είχαν να τα βάλουν με τους τρόπους που η λογική της ιδιοκτησίας και της επιτήρησης αποτυπωνόταν στην δόμηση και την χρήση του χώρου. Οι περιοχές που κατοικήθηκαν έτσι δεν ήταν ούτε αστικές, ούτε αγροτικές με την παλιά έννοια. Ήταν μία νέα -ή και με κάποιους τρόπους πολύ παλιά- μορφή αραιής κατοίκησης.

Η αγροτική “περιφέρεια” ήταν από παλιά πρακτικά προσανατολισμένη στην πρωταρχική συσσώρευση – την εξαγωγή αξίας από τα ζώα και την γη. Η επιθυμία τους δεν ήταν μία πιο συλλογική διαχείριση αυτής της διαδικασίας. Πήγαν εκεί αναζητώντας μία σχέση με το χώμα, με τα φυτά και τα ζώα που δεν είναι πως δεν υπήρχε στην πόλη, αλλά δεν τους έφτανε. Όπως και στην πόλη, η κίνηση ήταν προς των πολλαπλασιασμό της ελεύθερης έκφρασης διαφορετικών μορφών ζωής. Η μόνη διαφορά ήταν πως στον (πρώην) αγρό είχαν να δουλέψουν με περισσότερο ουρανό και χώμα, λιγότερο τσιμέντο, και λιγότερη μόλυνση.

Τα σπίτια σε εκείνες τις περιοχές ίσα-ίσα που φαίνονταν, και μόνο αν τα πλησίαζες. Ήταν μισοθαμμένα στο έδαφος, και οι σκεπές τους είχαν 10 πόντους χώμα όπου φύτρωναν αγριόχορτα. Τα όρια των κήπων με την τριγύρω αγριάδα δεν ήταν αισθητά στο μάτι, ούτε και τα τηρούσαν μέσα από καθημερινές πρακτικές. Τα “άγρια” φύτρωναν και συλλέγονταν συχνά κοντά στις κατοικίες. Τα “ήμερα” σπέρνονταν τακτικά μακρυά από τα μποστάνια. Ήταν συνήθεια να περπατάς με ένα σωρό σπόρους στην τσέπη και να τους αφήνεις από εδώ και από εκεί αδιακρίτως. Αντίστοιχα ήταν συνήθεια και να μαζεύεις κάτι και να τρως επί τόπου, όπου κι αν βρισκόσουν, ό,τι κι αν έκανες.

Ο σιδηρόδρομος, αν και αραίωσε, δεν σταμάτησε ποτέ. Ερχόταν κόσμος για μαζέψει φρούτα ή να πάρει σπόρους για τους κήπους του κέντρου. Πήγαινε κόσμος στις μεγάλες συνελεύσεις. Πηγαινοερχόταν κόσμος για τις γιορτές και τα φεστιβάλ.

4

Οι ταράτσες, ειδικά εκείνες που κοιτούν ανεμπόδιστα τον νότο, έγιναν κήποι, μπήκαν φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμογεννήτριες, γινόταν συλλογή βρόχινου νερού και κομποστοποίηση. Η διαχείριση ήταν κοινή, περίπου ανά οικοδομικό τετράγωνο, αλλά όχι από κάποιον κανόνα – η πρόσβαση στους χώρους και στις συνελεύσεις, άλλωστε, ήταν ανοιχτή.

Τα ρετιρέ που κοιτάνε προς νότο και λούζονται ήλιο ήταν συλλογικοποιημένοι χώροι της πολυκατοικίας. Τα μπαλκόνια τους ήταν χωράφια, και τα διαμερίσματα κοινοί χώροι: αποθήκες εργαλείων κηπουρικής, ίσως κάποιο κοινόχρηστο σαλόνι/κουζίνα με μπόλικο φως.
Τα υπόλοιπα ρετιρέ, τα υπόγεια, τα ισόγεια και κάποιες φορές οι πρώτοι όροφοι έγιναν συλλογικοποιημένοι κοινόχρηστοι χώροι: εργαστήρια, αποθήκες-καταστήματα, και δωμάτια επισκεπτών.

Η πόλη σίγουρα δεν εγκαταλείφθηκε. Ούτε γκρεμίστηκε. Δεν θα ήταν πρακτικό καν να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις και να διαχειριστείς τόσα πολλά μπάζα, και να ξεχωρίσεις και να μεταφέρεις τα αντικείμενα που μπορεί να ήθελε κάποιο να σώσει. Πολλά κτήρια υπήρξε συμφωνία να γκρεμιστούν, αλλά όχι ολόκληρη η πόλη. Η επανάσταση δεν την εξαφάνισε για να πάρουν την θέση της μόνο “μικρές κοινότητες”.