9

Το αραίωμα των κτιρίων της πόλης ήταν κεντρικό ζήτημα σε πολλές συνελεύσεις για μια μεγάλη περίοδο. Υπήρχε η αίσθηση ότι η δόμηση της πόλης δεν είναι σωστή – πως αντικατοπτρίζει τις ανάγκες και τους τρόπους ενός κόσμου κυριαρχίας και καταστροφής: Κτίρια καυτά το καλοκαίρι και κρύα τον χειμώνα, που απαιτούσαν εργοστάσια ενέργειας κάπου αλλού και εξορύξεις κάπου παραπέρα ‘ οικοδομικά τετράγωνα χαραγμένα στους κανόνες μίας αστυνομευτικής πολεοδομίας.

Το να κατεδαφιστούν όλα και να ξαναρχίσουν από την αρχή δεν το πήραν ποτέ στα σοβαρά, ακόμα και εκείνα που κάποτε, πριν τις ταραχές, το ‘λεγαν. Δεν γίνεται να ξαναρχίσεις από την αρχή. Αυτό που προσπαθούσαν, ήταν να συνεχίσουν από ένα τέλος.

Κάθε κατεδάφιση αντιμετωπιζόταν σαν κάτι με πολύ μεγάλο κόστος. Πολύ δουλειά για να γκρεμιστεί κάτι που ήδη είναι χτισμένο, να ξεκαθαριστούν και να σωθούν τα χρήσιμα υλικά, να βρεθεί λύση για όσα δεν μπορούν να σωθούν και να καθαριστούν τα μπάζα. Υπήρχε μία άρνηση για τέτοιες σπατάλες.

Ωστόσο υπήρχε και η επιθυμία για την αραίωση των κτιρίων, για την δημιουργία περισσότερων κήπων και οπωρώνων, και για την πρόσκληση περισσότερης αγριάδας να αναπτυχθεί. Μετά από εξαντλητικές κουβέντες η κάθε κατεδάφιση γινόταν σαν γιορτή. Όχι με την θεαματική δύναμη της μπουλντόζας και των εκρηκτικών, αν και υπήρχαν κιαυτά. Συνήθως η κατεδάφιση έμοιαζε περισσότερο με την καταβρόχθιση ενός πτώματος από μία αποικία μυρμηγκιών. Aπό κάτω μέχρι πάνω και από μέσα προς τα έξω, η οργάνωση της επαναχρησιμοποίησης των υλικών ήταν μια εργασία με σκοπό την ελαχιστοποίηση του μόχθου, και γινόταν, αργά και τεμπέλικα, παράλληλα με ποτό, τσιμπολόγημα, κουβέντες και μουσική.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *