Διαφορετικές ηλικίες συνυπήρχαν στους περισσότερους χώρους, στις περισσότερες δραστηριότητες. Υπήρχε η αίσθηση των γενεών όχι τόσο ως πολιτισμικών τάσεων/ σημείων στην ροή του γραμμικού χρόνου, αλλά περισσότερο ως εναλλασσόμενες θεσιακότητες σε κύκλους ζωής. Το σχήμα της σπείρας, που συχνά χρησιμοποιούταν σαν σχηματική μεταφορά για αυτά τα θέματα, συνέθετε τον κύκλο και την γραμμή, την επανάληψη και την διαφορά.
Η εμπειρία ήταν πηγή γνώσης και στις ιστορίες των γηραιότερων δινόταν σημασία, αλλά κανείς δεν περίμενε, ούτε ήθελε, τα πράγματα να μένουν ίδια ή να επαναλαμβάνονται. Ανάμεσα σε μεγαλύτερες και νεαρότερες ηλικίες κυκλοφορούσαν αμφίδρομα ιστορίες, εμπειρίες συμβάντων, μαθήματα τεχνικών, εφευρέσεις μεθόδων, αλλά και μία γνώση ως προς την ίδια την ύπαρξη σε μία ηλικιακή θέση ζωής. Την γνώση του πώς να είσαι παιδί, έφηβο, νεαρός ενήλικας, πως είναι το να νιώθεις την φθορά, να χάνεις κάποιες ικανότητες, να γερνάς και να πεθαίνεις – και πώς, μέσα σε κάθε μία τέτοια θέση (η οποία εμπεριέχει εγγενώς αλλαγή) όποτε και αν έρθει, να υπάρχεις καλά.
Η κάθε ηλικία καλλιεργούσε έτσι μία έντονη κοινωνικότητα προς κάθε άλλη, αλλά και μία σχέση με την ιδιαιτερότητα του παρόντος της. Η παιδικότητα σταμάτησε να έχει έναν επίμονο προσανατολισμό προς το μέλλον. Η νιότη έπαψε να εμμένει παθιασμένα στον εαυτό της και να κλείνεται προς τη ροή του χρόνου. Και το γήρας δεν σήμαινε προσκόλληση στο χαμένο παρελθόν.