13

Πρώτα άλλαξε η απαίτηση του γρήγορου χρόνου.
Μετά άλλαξε και η απαίτηση της διαρκούς διασύνδεσης.*

Οι ίδιες τεχνολογίες απέκτησαν άλλη σημασία και άλλη χρήση. Στα πλαίσια του μετασχηματισμού των πρακτικών και των καθημερινών σχέσεων, μετασχηματίστηκαν και τα εργαλεία.

Οι υπολογιστές δεν εξαφανίστηκαν. Άλλαξε όμως η κοινή λογική σε σχέση με την καταμέτρηση, τον υπολογισμό και την αρχειοθέτηση.
Ο ψηφιακός χώρος έπαψε να θεωρείται άυλος και άπλετος.

Το ιντερνετ των μεγάλων σέρβερ, της διαφήμισης και των υπηρεσιών συλλογής δεδομένων εγκαταλείφθηκε.
Το ιντερνετ ως ανοιχτό εργαστήρι, εγκυκλοπαίδεια, αρχείο και τηλεπικοινωνία διασώθηκε, αν και μετασχηματίστηκε.

Κάθε αίθουσα ανάγνωσης με την βιβλιοθήκη της, κάθε αίθουσα προβολών με την ταινιοθήκη της και κάθε εργαστήρι με το αρχείο σχεδίων κατασκευής του, είχε και από ένα ψηφιακό αρχείο, έναν σέρβερ τον οποίο μπορούσες να επισκεφθείς από κοντά μέσα από τα τοπικά τέρμιναλ και να αντιγράψεις ή να προσθέσεις αρχεία.
Το κάθε ψηφιακό αρχείο-σέρβερ συνδεόταν με το διαδίκτυο τις ανακοινωμένες ώρες, ανάλογα και με την εποχή του χρόνου και τον καιρό, που επηρέαζε την παραγωγή ρεύματος.

Τα τελευταία ορυχεία λιθίου και κοβαλτίου είχαν κλείσει ήδη από την περίοδο των πρώτων διεθνικών και διακλαδικών απεργιών. Με τον καιρό οι φορητές συσκευές σιγά σιγά προσαρμόστηκαν –στην χρήση και την λειτουργία τους– στην απουσία μπαταριών. Ο κόσμος όταν περιηγούταν τις κουβαλούσε κλειστές, και στις στάσεις του μπορούσε να τις ενεργοποιήσει συνδέοντάς τες με την εκάστοτε τοπική εγκατάσταση ρεύματος.


*Φιλιππίδης, Χρήστος. 2023. Φωτοβολίδες Μέχρι Το Τέλος Του Παλιού Κόσμου. Αθήνα: futura.

12 – χώμα και νερό

Το ξήλωμα της ασφάλτου και των πλακών αποκάλυψε το κρυμμένο χώμα της πόλης και του θύμισε την βροχή.

Εκείνη η περίεργη κατάσταση όπου το περισσότερο χώμα καλύπτεται και μικρά τετραγωνάκια αφήνουν μετρημένα δέντρα να ριζώσουν αντιστράφηκε: το χώμα ήταν παντού εκτός από τους δρόμους και τα μεγαλύτερα μονοπάτια –που για την ευκολία των ποδηλάτων και των αμαξιδίων είχαν επιλέξει να τα στρώσουν με τις πλάκες των παλιών πεζοδρομίων.

Οι υδροφόροι ορίζοντες άρχισαν να ξαναγεμίζουν. Παλιά πηγάδια ξαναγέμισαν, και άνοιξαν νέα. Τα ρέματα και τα ποτάμια της πόλης απέκτησαν ξανά ροή.

Ήδη από την περίοδο των ταραχών, όταν σε μία απεγνωσμένη κίνηση ο στρατός είχε ανατινάξει τους αγωγούς υδροδότησης της πόλης, αναγκάστηκαν να θέσουν σε εφαρμογή τα πλάνα μίας «μυστικής επιτροπής για την απελευθέρωση του νερού και της δίψας», και δύο άλλων ανώνυμων ομάδων. Τα πλάνα αυτά περιελάμβαναν παλιούς υδρολογικούς χάρτες και ενδείξεις για τους δρόμους που έκρυβαν από κάτω τους τις μεγαλύτερες κοίτες.* Κι έτσι έγινε. Οι κοίτες ξανανοίχτηκαν και χτίστηκαν γέφυρες για να ενώνονται οι όχθες.

Τα ποτάμια και τα ρέματα που είχαν μετατραπεί σε υπονόμους σιγά σιγά αποκαταστάθηκαν και επέστρεψαν σε αυτά οι καλαμιές, οι γρύλοι και τα βατράχια. Και τα πλατάνια των φιδίσιων δρόμων ξαναβρήκαν, μετά από έναν αιώνα και, την θαλπωρή του ανεμπόδιστου κελαρύσματος του νερού.


* https://geomythiki.blogspot.com/

1


Είμασταν στο σαλόνι του σπιτιού του παππού και της γιαγιάς. Θυμάμαι να βλέπω 4-5 όρθιες ενήλικες φιγούρες από χαμηλά. Η μαμά μου, μιλώντας στην γιαγιά μου, την είπε “μαμά”. Διαμαρτυρήθηκα – γιαγιά είναι. Μου αποκάλυψαν τότε ότι η γιαγιά είναι μαμά της μαμάς μου και ότι ο κόσμος δεν γεννήθηκε μαζί μου.

11

Όσα πριν την αλλαγή ασχολιόντουσαν με την πολιτική χρειάστηκε να φάνε αρκετό χλευασμό και κοροϊδία για να ξεπεράσουν τα εαυτά τους και να καταλάβουν ότι δεν έχουν καμία παραπάνω εξειδεκευμένη γνώση σχετικά με αυτό που συμβαίνει.

10

Κάποια κτήρια που είχαν καεί τις μέρες των ταραχών κανείς δεν ήθελε να τα πλησιάσει για χρόνια. Τί να κάνεις με μια φυλακή, ή ένα ΑΤ; Πόσος κόσμος να βρεθεί που να θέλει να τα επανοικειοποιηθεί, να παλέψει με την μνήμη τους για να τα κάνει κάτι άλλο; Πόσος κόσμος να βρεθεί που να θέλει να φροντίσει τέτοια μέρη, απλά και μόνο για την διάσωση της μνήμης; Όχι πολύς. Κάποια μείνανε ως κατεστραμμένα ερείπια – η μορφή τους να φθείρεται με το πέρας του χρόνου, όπως και η μνήμη τους. Η επανοικειοποίησή τους έγινε από τα χόρτα, τα πουλιά, τις γάτες, την βροχή και τον ήλιο.

9

Το αραίωμα των κτιρίων της πόλης ήταν κεντρικό ζήτημα σε πολλές συνελεύσεις για μια μεγάλη περίοδο. Υπήρχε η αίσθηση ότι η δόμηση της πόλης δεν είναι σωστή – πως αντικατοπτρίζει τις ανάγκες και τους τρόπους ενός κόσμου κυριαρχίας και καταστροφής: Κτίρια καυτά το καλοκαίρι και κρύα τον χειμώνα, που απαιτούσαν εργοστάσια ενέργειας κάπου αλλού και εξορύξεις κάπου παραπέρα ‘ οικοδομικά τετράγωνα χαραγμένα στους κανόνες μίας αστυνομευτικής πολεοδομίας.

Το να κατεδαφιστούν όλα και να ξαναρχίσουν από την αρχή δεν το πήραν ποτέ στα σοβαρά, ακόμα και εκείνα που κάποτε, πριν τις ταραχές, το ‘λεγαν. Δεν γίνεται να ξαναρχίσεις από την αρχή. Αυτό που προσπαθούσαν, ήταν να συνεχίσουν από ένα τέλος.

Κάθε κατεδάφιση αντιμετωπιζόταν σαν κάτι με πολύ μεγάλο κόστος. Πολύ δουλειά για να γκρεμιστεί κάτι που ήδη είναι χτισμένο, να ξεκαθαριστούν και να σωθούν τα χρήσιμα υλικά, να βρεθεί λύση για όσα δεν μπορούν να σωθούν και να καθαριστούν τα μπάζα. Υπήρχε μία άρνηση για τέτοιες σπατάλες.

Ωστόσο υπήρχε και η επιθυμία για την αραίωση των κτιρίων, για την δημιουργία περισσότερων κήπων και οπωρώνων, και για την πρόσκληση περισσότερης αγριάδας να αναπτυχθεί. Μετά από εξαντλητικές κουβέντες η κάθε κατεδάφιση γινόταν σαν γιορτή. Όχι με την θεαματική δύναμη της μπουλντόζας και των εκρηκτικών, αν και υπήρχαν κιαυτά. Συνήθως η κατεδάφιση έμοιαζε περισσότερο με την καταβρόχθιση ενός πτώματος από μία αποικία μυρμηγκιών. Aπό κάτω μέχρι πάνω και από μέσα προς τα έξω, η οργάνωση της επαναχρησιμοποίησης των υλικών ήταν μια εργασία με σκοπό την ελαχιστοποίηση του μόχθου, και γινόταν, αργά και τεμπέλικα, παράλληλα με ποτό, τσιμπολόγημα, κουβέντες και μουσική.

8

Αρκετός κόσμος εγκατέλειψε την πόλη για τα περίχωρα. Όταν πρωτοέφευγαν, τους έγινε κριτική ότι αναπαράγουν την λογική του μικροαστικού προαστίου, και πως θα απλώσουν την αστικοποίηση και το τσιμέντο. Αλλά δεν έχτισαν με τον ίδιο τρόπο, και με πολλούς τρόπους βάλθηκαν να γκρεμίσουν στοιχεία του παλιού μητροπολιτικού ιστού – τα φράκταλ διοικητικών κέντρων και παραγωγικών περιφερειών. Το εγχείρημά τους ήταν παράλληλο με τις διάφορες προσπάθειες επανοικειοποίησης και επανακαθορισμού των πυκνοκατοικημένων περιοχών της πόλης. Είχαν να τα βάλουν με τους τρόπους που η λογική της ιδιοκτησίας και της επιτήρησης αποτυπωνόταν στην δόμηση και την χρήση του χώρου. Οι περιοχές που κατοικήθηκαν έτσι δεν ήταν ούτε αστικές, ούτε αγροτικές με την παλιά έννοια. Ήταν μία νέα -ή και με κάποιους τρόπους πολύ παλιά- μορφή αραιής κατοίκησης.

Η αγροτική “περιφέρεια” ήταν από παλιά πρακτικά προσανατολισμένη στην πρωταρχική συσσώρευση – την εξαγωγή αξίας από τα ζώα και την γη. Η επιθυμία τους δεν ήταν μία πιο συλλογική διαχείριση αυτής της διαδικασίας. Πήγαν εκεί αναζητώντας μία σχέση με το χώμα, με τα φυτά και τα ζώα που δεν είναι πως δεν υπήρχε στην πόλη, αλλά δεν τους έφτανε. Όπως και στην πόλη, η κίνηση ήταν προς των πολλαπλασιασμό της ελεύθερης έκφρασης διαφορετικών μορφών ζωής. Η μόνη διαφορά ήταν πως στον (πρώην) αγρό είχαν να δουλέψουν με περισσότερο ουρανό και χώμα, λιγότερο τσιμέντο, και λιγότερη μόλυνση.

Τα σπίτια σε εκείνες τις περιοχές ίσα-ίσα που φαίνονταν, και μόνο αν τα πλησίαζες. Ήταν μισοθαμμένα στο έδαφος, και οι σκεπές τους είχαν 10 πόντους χώμα όπου φύτρωναν αγριόχορτα. Τα όρια των κήπων με την τριγύρω αγριάδα δεν ήταν αισθητά στο μάτι, ούτε και τα τηρούσαν μέσα από καθημερινές πρακτικές. Τα “άγρια” φύτρωναν και συλλέγονταν συχνά κοντά στις κατοικίες. Τα “ήμερα” σπέρνονταν τακτικά μακρυά από τα μποστάνια. Ήταν συνήθεια να περπατάς με ένα σωρό σπόρους στην τσέπη και να τους αφήνεις από εδώ και από εκεί αδιακρίτως. Αντίστοιχα ήταν συνήθεια και να μαζεύεις κάτι και να τρως επί τόπου, όπου κι αν βρισκόσουν, ό,τι κι αν έκανες.

Ο σιδηρόδρομος, αν και αραίωσε, δεν σταμάτησε ποτέ. Ερχόταν κόσμος για μαζέψει φρούτα ή να πάρει σπόρους για τους κήπους του κέντρου. Πήγαινε κόσμος στις μεγάλες συνελεύσεις. Πηγαινοερχόταν κόσμος για τις γιορτές και τα φεστιβάλ.

6 – το μουσείο

Σε μία γειτονιά, κάποιος κόσμος άρχισε πρωτοβουλιακά να φτιάχνει ένα μουσείο για το πριν. Πολλά αντικείμενα του καπιταλισμού έτσι κιαλλιώς κυκλοφορούσαν, ο κόσμος τα χρησιμοποιούσε, τα επιδιόρθωνε, ή τα μεταμόρφωνε για να τα προσαρμόσει σε νέες ανάγκες. Τα αντικείμενα του μουσείου όμως ήταν με τέτοιο τρόπο μαζεμένα, μαζί με φωτογραφίες, βίντεο και κείμενα, που έδιναν μία ιδέα για το πώς ήταν η ζωή με τους παλιούς θεσμούς. Ήταν η τρέλα της μισθωτής σκλαβιάς, του κράτους, της αστυνομίας, των φυλακών, των τραπεζών. Ήταν και ο τρόποι που στον ίδιο κόσμο υπήρχε και χαρά, ομορφιά ακόμα. Πολλά διαφωνούσαν με την δημιουργία του μουσείου, έκαναν κριτική, αρνιόντουσαν ακόμα και να περάσουν απέξω. Οι νοσταλγία του παλιού τα τρόμαζε. Αλλά το μουσείο είχε επισκέψεις. Τα πλαστικά παιχνίδια κουβαλούσαν το τι σήμαινε εξόρυξη, εργοστάσιο, μαζική παραγωγή, εμπόριο, αλλά και παιχνίδι. Η επίσκεψη ήταν πάντα κάτι έντονο, ίσως για κάποιους επώδυνο, αλλά και κάτι που γενούσε περιέργεια. Κόσμος πήγαινε για να θυμηθεί, για να ξαναδεί κάτι που ήξερε από κάπου αλλού και να δει πως αυτό είχε αλλάξει, για να δει ομοιότητες και διαφορές με το τώρα. Πήγαιναν πολύ και παιδιά που γεννήθηκαν μετά, για να καταλάβουν τι κουβαλάνε τα μεγαλύτερα, και τόσο συχνά κολλάνε ή δεν καταλαβαίνουν από τα ίδια τους τα προτάγματα.

5

Διάφορες υπαρκτές τεχνολογίες αναδείχθηκαν ως ιδιαίτερα σημαντικές, για να ανθίσουν οι επιθυμητές κοινωνικές σχέσεις στα πλαίσια της πολυάριθμης, και σε κάποιο βαθμό ακόμα απρόσωπης, συμβίωσης.

Μία από αυτές ήταν, σε διάφορες μορφές και εκδοχές, ο “πίνακας πληροφοριών”. Πάρκινγκ έγραφαν σε ηλεκτρονικές πινακίδες τον αριθμό ελεύθερων κοινόχρηστων αυτοκινήτων. Τα αυτοκίνητα έγραφαν σε μία ηλεκτρονική ταμπέλα τον αριθμό ελεύθερων θέσεων και τον προορισμό τους. Οι πολυκατοικίες και τα σπίτια ανακοίνωναν κάπου κοντά στα κουδούνια τον αριθμό κενών κρεβατιών διαθέσιμων για φιλοξενία. Οι αποθήκες ενημέρωναν για το απόθεμά τους. Τα εργαστήρια για τα διαθέσιμα εργαλεία τους.

Η χρήση της πληθώρας ανιδιόκτητων αντικειμένων πλέον συνοδευόταν από μία πληροφορία που άφηναν οι χρήστες πάνω στα αντικείμενα και τους χώρους διαμονής τους, εξασφαλίζοντας ότι κρίσιμες πληροφορίες για την οργάνωση των υλικών και την διασφάλιση της κοινής τους χρήσης μπορούσαν να μεταδίδονται χωρίς την παρουσία των περισσότερο καταρτισμένων χρηστών.

4

Οι ταράτσες, ειδικά εκείνες που κοιτούν ανεμπόδιστα τον νότο, έγιναν κήποι, μπήκαν φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμογεννήτριες, γινόταν συλλογή βρόχινου νερού και κομποστοποίηση. Η διαχείριση ήταν κοινή, περίπου ανά οικοδομικό τετράγωνο, αλλά όχι από κάποιον κανόνα – η πρόσβαση στους χώρους και στις συνελεύσεις, άλλωστε, ήταν ανοιχτή.

Τα ρετιρέ που κοιτάνε προς νότο και λούζονται ήλιο ήταν συλλογικοποιημένοι χώροι της πολυκατοικίας. Τα μπαλκόνια τους ήταν χωράφια, και τα διαμερίσματα κοινοί χώροι: αποθήκες εργαλείων κηπουρικής, ίσως κάποιο κοινόχρηστο σαλόνι/κουζίνα με μπόλικο φως.
Τα υπόλοιπα ρετιρέ, τα υπόγεια, τα ισόγεια και κάποιες φορές οι πρώτοι όροφοι έγιναν συλλογικοποιημένοι κοινόχρηστοι χώροι: εργαστήρια, αποθήκες-καταστήματα, και δωμάτια επισκεπτών.

Η πόλη σίγουρα δεν εγκαταλείφθηκε. Ούτε γκρεμίστηκε. Δεν θα ήταν πρακτικό καν να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις και να διαχειριστείς τόσα πολλά μπάζα, και να ξεχωρίσεις και να μεταφέρεις τα αντικείμενα που μπορεί να ήθελε κάποιο να σώσει. Πολλά κτήρια υπήρξε συμφωνία να γκρεμιστούν, αλλά όχι ολόκληρη η πόλη. Η επανάσταση δεν την εξαφάνισε για να πάρουν την θέση της μόνο “μικρές κοινότητες”.

3

Γρήγορα οι εξώπορτες των πολυκατοικιών και οι πόρτες που βγάζουν στις ταράτσες αφαιρέθηκαν. Τα τοιχάκια ανάμεσα στις ταράτσες και τους ακάλυπτους γκρεμίστηκαν. Το ίδιο και πολλές μεσοτοιχίες, ενώνοντας κτήρια και δημιουργώντας εσωτερικούς διαδρόμους που καμιά φορά συνεχίζονταν με γέφυρες, συνδέοντας κτήρια διαφορετικών τετραγώνων. Έτσι τα παράλληλα επίπεδα της κάθετης διαστρωμάτωσης της πόλης – οι όροφοι των πολυκατοικιών – έπαψαν να είναι ξεχωριστές νησίδες, και οι χώροι έξω από τις πόρτες των διαμερισμάτων απέκτησαν μία κοινωνικότητα και κινητικότητα που δεν άνηκε τελείως ούτε στο “δημόσιο” αλλά ούτε και στο “ιδιωτικό”. Ήταν μία καταστροφική δημιουργία που αποτύπωνε αρχιτεκτονικά μία παρέμβαση στην αντίληψη του χώρου: αν το “ιδιωτικό” και το “δημόσιο” είχαν κάποιο νόημα, τότε το είχαν όχι ως δύο ξεχωριστές σφαίρες, αλλά ως άκρα ενός φάσματος.

Με εξαίρεση λίγους κεντρικούς δρόμους και παραδρόμους, η άσφαλτος ξηλώθηκε και ελευθερώθηκε η γη.

Σε κάποιες γειτονιές γκρεμίσανε τελείως τους τοίχους των ισογείων. Οι πολυκατοικίες εκεί πατούσαν μόνο στις κολώνες τους. Οι πρώην δρόμοι ενώθηκαν με τους ακάλυπτους. Μπορούσες πλέον να διασχίσεις το καρέ του χάρτη με χίλιους τρόπους. Στον ήλιο των δρόμων όμως, επικρατούσαν τα φυτά, και στην σκιά κάτω από τις πολυκατοικίες χαραζόταν το μεγαλύτερο μήκος των μονοπατιών.

Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε σαν μία προσπάθεια αποφυγής της επιτήρησης από τον καιρό των ταραχών, αλλά αργότερα συνεχίστηκε από γούστο. Ακυρώνοντας τον παλιό χάρτη, και κάνοντας οποιαδήποτε νέα χαρτογράφηση αδιανόητη, ήταν μία πρακτική σχέση με τον χώρο που συμπεριλάμβανε σαν ιδανικό την αντίθεση στην επιτήρηση. Ήταν και ένα παιχνίδι στον χώρο που συνδύαζε το συμβολικό “γκρέμισμα των τειχών” με την δημιουργία δυνατοτήτων χρήσης του χώρου που ταίριαζε στις επιθυμητές κοινωνικές σχέσεις.


“Your map a declaration, a trap, a war.” – Sean Bonney – Our Death (2019)

2

Όταν ήταν πλέον φανερό ότι η πτώση του καθεστώτος δεν σήμαινε και την άνοδο ενός νέου, και επρόκειτο για πτώση του κράτους, αρκετός κόσμος έφυγε από την πόλη. Ήταν εκεί από οικονομικό εξαναγκασμό, ή από την υπόσχεση της οικονομικής ευκαιρίας – όμοιο πράγμα – και πλέον η πόλη δεν είχε κάτι για αυτόν.

Τα μικρά και τα σκοτεινά διαμερίσματα σε υπόγεια, ημιυπόγεια και ισόγεια αδειάσαν γρήγορα. Κτίρια με γραφεία, σχεδόν όλα άδεια και άχρηστα από τις πρώτες μέρες της εξέγερσης, με λίγη δουλειά έγιναν πολύ ευρύχωρα και ευχάριστα διαμερίσματα.

1

Όποιο ρωτούσες θα σου έλεγε κάτι διαφορετικό. Πώς ξεκίνησε; Ήταν εκείνη ή η άλλη απεργία, ή εκείνες οι μέρες ταυτόχρονων συγκρούσεων έξω από τη βουλή, στα τοπικά αστυνομικά τμήματα και στις φυλακές. Ήταν ο Σεπτέμβρης που σφράγισε το τελευταίο «ακαδημαϊκό έτος», όταν μετά από 9 μήνες καταλήψεων, τα συντονιστικά των σχολών κάλεσαν τις συνελεύσεις μέσα από τις οποίες συστάθηκαν οι ανοιχτοί χώροι σπουδών. Άλλα θα έλεγαν ότι ήταν πιο μετά ή πιο πριν, την πρώτη φορά που η γενική απεργία κράτησε μια βδομάδα, την μέρα που οι αγρότες έστησαν δωρεάν λαϊκές στις πλατείες, τον χειμώνα που τα συνδικάτα ανέλαβαν την κατάργηση των υπουργείων, ή τον επόμενο χειμώνα, που τα σωματεία βάσης και οι συνελεύσεις εργαζομένων/ανέργων και χρηστών ανέλαβαν την κατάργηση των συνδικάτων. Κάποια μπορεί να έλεγαν για εκείνη την άνοιξη που μετά από έναν χρόνο όπου η «προσωρινή κυβέρνηση» βρισκόταν σε υπόγεια καταφύγια, έγινε μία ακόμη προσπάθεια για εκλογές η οποία αγνοήθηκε σε τέτοιο βαθμό, που μέχρι και οι τελευταίοι επίδοξοι Πολιτικοί τα παράτησαν. Ή κάποια άλλα μπορεί να ανέφεραν την ημέρα της μεγάλης λιποταξίας των φαντάρων, ταυτόχρονα, σε 5 γειτονικές και παραδοσιακά «αντίπαλες» χώρες. Τα περισσότερα τοποθετούσαν το «τέλος» και την «αρχή» κοντά στην στιγμή που τα ίδια σταμάτησαν να δουλεύουν ή να σπουδάζουν με την κλασσική έννοια, που έφυγαν από μία κακοποιητική σχέση, που έκαναν νέους φίλους, ερωτεύτηκαν και ξαναερωτεύτηκαν, ξεκίνησαν νέες συγκατοικήσεις – την στιγμή που, σε συνδιαλλαγή με μία κοινωνική συγκυρία, ένιωσαν την ζωή τους να αλλάζει.

Όποια και να ήταν η «αρχή», όλα θα συμφωνούσαν ότι κάποια στιγμή ο κόσμος βρέθηκε να το νιώθει όχι απλώς διανοητό ότι η απεργία δεν θα σταματήσει, ότι οι καταλήψεις θα εξαπλωθούν, οι λιποταξίες θα συνεχιστούν και τα σύνορα θα πέσουν, αλλά να το κάνει ήδη πράξη. Μαζί με την μονιμοποίηση των απεργιών ο κόσμος συνήθισε να προσφέρει μεταξύ του όλο και περισσότερο αγαθά και χρόνο. Μαζί με το μπλοκάρισμα και την καταστροφή πολλών υποδομών εξαπλώθηκαν νέες κοινές πρακτικές και βασικές γνώσεις. Μαζί με το άπλωμα των καταλήψεων και τις απεργίες ενοικίου διαβρώθηκε η ιδέα της προσόδου και της ιδιοκτησίας. Και είχε βοηθήσει ότι στις μεγάλες συγκρούσεις του χιονισμένου Γενάρη εκείνα που οργάνωσαν τις επιδρομές στα ΑΤ έβγαλαν έξω τα αρχεία και τους υπολογιστές και άναψαν μεγάλες φωτιές, και ότι λίγους μήνες μετά κάποιο χάκαρε και διέγραψε ο,τι υπήρχε στους σέρβερ της εφορίας.

Ό,τι πριν πουλιόταν είχε αρχίσει να γίνεται αντικείμενο μοιρασμού, ό,τι επιτηρούσε και πειθάρχιζε αντικείμενο σύγκρουσης που δεν μπορούσε να κατασταλθεί. Οι συγκρούσεις μεταφέρονταν συνεχώς σε άλλα πεδία, με πείσμα και με κόπο, και με μία ασταμάτητη ορμή. Δεν ήταν απλό. Πολλά βάσανα που είχαν επινοηθεί τους τελευταίους αιώνες έπαψαν να υπάρχουν, αλλά υπήρχαν άλλες δυσκολίες. Κατά κάποιον τρόπο, ό,τι πριν πονούσε συνέχιζε να πονάει, αλλά ο πόνος των σχέσεων μπορούσε πλέον να γίνει το κέντρο του χρόνου. Οι νέες μορφές ζωής που ξεπηδούσαν δεν ήταν κάτι που περίμενε τόσο καιρό κρυμμένο να εμφανιστεί. Ήταν μία άρνηση, ή μάλλον πολλές αρνήσεις. Ροές που αποσχίζονταν από άλλες ροές, ξεδιπλώνοντας έτσι έναν αχαλίνωτο πολλαπλασιασμό εαυτών και επιθυμιών.